- μαινομένου
- μαίνομαιragepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek
Κοχανόφσκι — (Kochanowski). Επώνυμο οικογένειας Πολωνών λογοτεχνών. 1. Γιαν (Jan, Σίτσινα 1530 – Λούμπλιν 1584). Ποιητής. Φοίτησε στα πανεπιστήμια της Κρακοβίας, του Κένιξμπεργκ και της Πάντοβα, όπου σπούδασε ελληνικά και λατινικά και ανακάλυψε τις… … Dictionary of Greek
Ράζνο, Πίος — (Rajna, 1847 – 1930). Ιταλός φιλόλογος. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Έγινε γνωστός για τις μελέτες του για την ηρωική και την ιπποτική ποίηση στη Γαλλία και στην Ιταλία καθώς επίσης και για τις… … Dictionary of Greek
Σπένσερ, Έντμουντ — (Spenser). Άγγλος ποιητής (Ηστ Σμίθφηλντ, Λονδίνο; 1552 περίπου – Λονδίνο 1599), ο μεγαλύτερος λυρικός της ελισαβεηανής εποχής. Στο Καίμπριτζ συνδέθηκε φιλικά με τον Γκάμπριελ Χάρβεϊ, ο οποίος κατόπιν τον παρουσίασε στο Σίντνεϊ. Ο τελευταίος του… … Dictionary of Greek
κυμαινομένου — κῡμαινομένου , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυμαινομένου — λῡμαινομένου , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)